- ιχθυοπωλείο
- τὸ (Α ἰχθυοπωλεῑον) [ιχθυοπώλης]τόπος ή κατάστημα όπου πωλούνται ψάρια, ψαράδικο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιχθυοπωλείο — το κατάστημα όπου πουλιούνται ψάρια, ψαράδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιχθυοπώλιον — ἰχθυοπώλιον, τὸ (Α) [ιχθυοπώλης] (παπ.) ιχθυοπωλείο … Dictionary of Greek
οψαριοπωλείον — ὀψαριοπωλεῑον, τὸ (Α) [οψαριοπώλης] το ιχθυοπωλείο … Dictionary of Greek
ψαράδικος — η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ψάρεμα και στον ψαρά 2. το ουδ. ως ουσ. το ψαράδικο α) ιχθυοπωλείο β) ψαροκάικο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ψαράδικα (με περλπτ. σημ.) ιχθυαγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαράς, πληθ. ψαράδες, + κατάλ. ικος… … Dictionary of Greek